- άσκηση
- Η πρώτη σημασία του όρου είναι η φυσική ά. του σώματος, η γυμναστική· αργότερα όμως πήρε και μια έννοια ηθική, σύμφωνα με την οποία, όπως ασκούμε το σώμα για να γίνουμε δυνατότεροι σωματικά, έτσι μπορούμε να γίνουμε και πνευματικά καλύτεροι ασκώντας την ψυχή. Με την ά. ο άνθρωπος επιδιώκει να γίνει τέλειος από θρησκευτική άποψη, απομακρυνόμενος από τον κόσμο, παραιτούμενος από τις χαρές του, ζώντας ως ερημίτης, ενατενίζοντας τον Θεό ή γενικότερα μια πραγματικότητα που δεν είναι του κόσμου τούτου. Ένας τέτοιος σκοπός απαντάται σε μερικές θρησκείες που διαφέρουν μεταξύ τους, αλλά όλες χαρακτηρίζονται από υψηλή πνευματικότητα. Στον χριστιανισμό πολλοί ασκητές ανακηρύχθηκαν άγιοι· γνωστότατος είναι ο Μέγας Αντώνιος, που αποσύρθηκε τον 3o αι. στην έρημο των αιγυπτιακών Θηβών για να προσευχηθεί και να ενωθεί με τον Θεό μέσω της ά. Υπάρχει και ειδικός κλάδος της χριστιανικής θεολογίας, η ασκητική, που μελετά και ερμηνεύει τον ασκητισμό. Στον ισλαμισμό συναντούμε πολυάριθμα ασκητικά κινήματα, που κατέληξαν να μετατραπούν σε αιρέσεις: π.χ. οι ζαχίντ (ασκητές) από τους οποίους προήλθε ο σουφισμός. Στην Ινδία o ασκητισμός εμφανίζεται με πάρα πολλές μορφές, μεταξύ των οποίων το γιόγκα, στο οποίο η πνευματική άσκηση συνδέεται με τη φυσική· σε ορισμένες περιπτώσεις ο ινδικός ασκητισμός οδήγησε σε αυθεντικές θρησκείες, όπως διάφορα βουδιστικά δόγματα.
Από τον όρο ά. προέρχονται οι όροι ασκητής, αυτός που εφαρμόζει την ά., και ασκητισμός, το σύνολο των μεθόδων και των διδασκαλιών των ασκητών.
"Ασκητές στην έρημο", τμήμα τοιχογραφίας από τη μονή του Αγίου Νικολάου Αναπαυσά των Μετεώρων, έργο του Κρητικού ζωγράφου Θεοφάνους Στρελίτζα που χρονολογείται από το 1527 (Ημερολόγιο Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδας, 1968).
Ο άγιος Αντώνιος, που αποσύρθηκε τον 3ο αι. στην έρημο της Θηβαϊδας, θεωρείται ιδρυτής του ασκητισμού. Στη φωτογραφία, η "Θηβαϊς", πίνακας που αποδίδεται στον Γκεράρντο Σταρνίνα (Πινακοθήκη Ουφίτσι, Φλωρεντία φωτ. Igda).
* * *η (AM ἄσκησις [-εως]) [ασκώ]1. η εξάσκηση, η εκγύμναση του σώματος ή του πνεύματος με τη συνεχή επανάληψη2. η συνεχής απασχόληση με κάτι («άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος», «Κυνικὴ ἄσκησις»)3. η ασκητική ζωήνεοελλ.1. η πρακτική εφαρμογή θεμάτων που έχουν διδαχθεί («μαθηματικές, γραμματικές ασκήσεις»)2. η χρησιμοποίηση («άσκηση ψυχολογικής βίας»)3. «στρατιωτική άσκηση» — προετοιμασία των στρατιωτών για την εκτέλεση των καθηκόντων τους με «ασκήσεις πυκνής τάξης» (για παρελάσεις και τελετές) και «ασκήσεις μάχης» (εκπαίδευση στρατιωτικών μονάδων στους πιο ελεύθερους και ανεπτυγμένους σχηματισμούς και κινήσεις της μάχης).
Dictionary of Greek. 2013.